- μύχουρος
- μύχ-ουρος [ῠ], ὁ, ([etym.] οὖρος)A warder of the interior, Lyc.373.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μύχουρος — warder of the interior masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύχουρο — μύχουρος, ὁ (Α) αυτός που φυλάσσει τους μυχούς, που φρουρεί τα ενδότερα, τα εσώτατα μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + οὖρος «φύλακας, φρουρός» (πρβλ. επί ουρος, νομί ουρος] … Dictionary of Greek
μύχουρε — μύχουρος warder of the interior masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… … Dictionary of Greek